- παράταξη
- η / παράταξις, -άξεως, ΝΜΑ [παρατάσσω]η πράξη και το αποτέλεσμα τού παρατάσσω ή παρατάσσομαι, η τοποθέτηση τού ενός κοντά στον άλλο προκειμένου για περισσότερα από ένα άτομα, η τοποθέτηση στη σειρά, το αράδιασμα πραγμάτωννεοελλ.1. η τάξη, η τοποθέτηση τού ενός κοντά σε άλλον, η γυμναστική ή στρατιωτική κανονική τάξη (α. «παράταξη μαθητώνβ. «παράταξη στρατιωτών»)2. στρ. σχηματισμός ένοπλης στρατιωτικής δύναμης, με τους άνδρες της να σχηματίζουν ευθύγραμμους στοίχους και ζυγούς (στοιχημένους και ζυγισμένους)3. ναυτ. σχηματισμός κατά τους κανόνες τής τακτικής μιας ναυτικής δυνάμεως για διεξαγωγή ναυμαχίας4. στρ. στρατιωτική τελετή σε επίσημη εορτή ή σε υποδοχή επίσημου προσώπου, και κατά συνεκδ. και η πομπή ή η τελετή στην οποία συμμετέχει παραταγμένο τμήμα στρατού5. φρ. α) «εν πομπή και παρατάξει»i) με πολλές τιμές, με κάθε επισημότηταii) (με ειρων. διάθεση) με εξευτελιστική συνοδεία, με κωμική ακολουθίαβ) «κατά παράταξη σύνδεση προτάσεων»γραμμ. σύνδεση μεταξύ τους μόνο κύριων ή μόνον δευτερευουσών προτάσεων με τους παρατακτικούς συνδέσμους, δηλαδή τους συμπλεκτικούς, τους αντιθετικούς, τους διαζευκτικούς, τον αιτιολογικό γὰρ και τους συμπερασματικούς εκτός τού ώστε και ως οι οποίοι εισάγουν συνήθως δευτερεύουσες προτάσεις, σε αντιδιαστολή με την καθ' υπόταξη σύνδεση προτάσεωνγ) «μάχη εκ παρατάξεως» — μάχη που δίνεται με τους αντιπάλους παρατεταγμένους αντιμέτωπα7. διασκέδαση, θεραπεία, περιποίηση, άνεση («τού λογισμού και τού κορμιού παράταξη να δώσου», Ερωτόκρ.)νεοελλ.-αρχ.1. παραταγμένη στρατιωτική δύναμη, μετωπική διάταξη μιας στρατιωτικής φάλαγγας σε πυκνή ή ακροβολιστική τάξη για διεξαγωγή μάχης2. πολιτική μερίδα ή κομμάτων που έχουν κοινούς γενικούς σκοπούς και διαφέρουν μόνο σε λεπτομέρειες τών προγραμμάτων τους(α. «δημοκρατική παράταξη» β. «τὴν μὲν παρασκευήν ὁρᾱτε... καὶ τὴν παράταξιν», Αισχίν.)μσν.1. πλήθος στρατού που συνοδεύει τιμητικά έναν αξιωματούχο2. παρατεταγμένο πλήθος («παρατάξεις δαιμόνων», Μηναί.)αρχ.1. η μάχη που διεξάγεται εκ παρατάξεως και γενικά κάθε μάχη, πολεμική σύγκρουση («ὁρῶν ἀποδειλιῶντας τοὺς Ῥωμαίους ἐν ταῑς προγεγενημέναις παρατάξεσι», Πολύβ.)2. φατριασμός, δημιουργία φατριών εξαιτίας διαφοράς γνωμών σε ένα ζήτημα, αντιπαράθεση («φιλονικίας οὔσης καὶ παρατάξεως τῶν θεατῶν», Πλούτ.)3. πεισματώδης αντιπολίτευση, σφοδρή αντίδραση («κατὰ παράταξιν, ὡς οἱ Χριστιανοί, ἀλλὰ λελογισμένως», Μάρκ. Αυρ.)4. συνωμοσία, σκευωρία («μὴ περιιδεῑν πένητας ἀνθρώπους... μεταστασιασθέντας ὑπὸ παρατάξεως ἀδίκου», Δημοσθ.)5. μτφ. ισχυρογνωμοσύνη («ἀπονοίᾳ τινί καὶ παρατάξει», Αριστείδ.)6. ονομασία ενός πλοίου.
Dictionary of Greek. 2013.